- τρεισήμισι
- üç buçuk
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τρεισήμισι — και τριάμισι αριθμ. απόλ. άκλ., ποσότητα από τρεις και μισή μονάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Мистическое Рождество — Сандро Боттичелли … Википедия
τριάμισι — βλ. τρεισήμισι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)